Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mitràglia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈtraʎʎa]

συσσωμάτωμα σφαιριδίων κανονιού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mitra mitragliamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mitomania (θηλ.ουσ)
mitosi (θηλ.ουσ)
mitotico (επίθ.)
mitra (ουσ αρσ )
mitra (θηλ.ουσ)
mitraglia (θηλ.ουσ)
mitragliamento (ουσ αρσ )
mitragliare (ρ. μτβ.)
mitragliata (θηλ.ουσ)
mitragliatore (αρσ. επίθ και ουσ)
mitragliatrice (θηλ.ουσ)
mitragliera (θηλ.ουσ)
mitragliere (ουσ αρσ )
mitrale (θηλ. επίθ και ουσ)
mitralico (αρσ. επίθ και ουσ)
mitria (θηλ.ουσ)
mitridatico (αρσ. επίθ και ουσ)
mitridatismo (ουσ αρσ )
mitridatizzare (ρ. μτβ.)
mitridatizzazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---