Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lunària (θηλ.ουσ) lungotévere (ουσ αρσ )
lunàrio (ουσ αρσ ) lunòtto (ουσ αρσ )
lunàtico (ουσ αρσ ) lùnula (θηλ.ουσ)
lunàtico (επίθ.) luògo (ουσ αρσ )
lunàto (αρσ. επίθ και ουσ) luogotenènte (ουσ αρσ )
lunàuta (ουσ αρσ και θηλ.) luogotenènza (θηλ.ουσ)
lunazióne (θηλ.ουσ) lùpa (θηλ.ουσ)
lunedì (ουσ αρσ ) lupacchiòtto (ουσ αρσ )
lunétta (θηλ.ουσ) lupàia (θηλ.ουσ)
lùnga (θηλ.ουσ) lupanàre (ουσ αρσ )
lungàggine (θηλ.ουσ) lupàra (θηλ.ουσ)
lungagnàta (θηλ.ουσ) lupercàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lungaménte (επίρ.) lupercàli (ουσ αρσ πληθ.)
lungàrno (ουσ αρσ ) lupésco (επίθ.)
lunghézza (θηλ.ουσ) lupétto (ουσ αρσ )
lùngi (επίρ.) lupinàio (ουσ αρσ )
lungimirànte (επίθ.) lupinèlla (θηλ.ουσ)
lungimirànza (θηλ.ουσ) lupìno (ουσ αρσ )
lùngo (ουσ αρσ ) lupinòsi (θηλ.ουσ)
lùngo (επίθ.) lùpo (ουσ αρσ )
lùngo (πρόθ.) luppoléto (ουσ αρσ )
lungofiùme (ουσ αρσ ) luppolìno (ουσ αρσ )
lungolàgo (ουσ αρσ ) luppolizzàre (ρ. μτβ.)
lungomàre (ουσ αρσ ) luppolizzazióne (θηλ.ουσ)
lungometràggio (ουσ αρσ ) lùppolo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: