Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lungimirànza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [lunʒimiˈrantsa]

1 διορατικότητα
2 προορατικότητα
3 ενόραση
4 οξυδέρκεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lungimirante lungo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lungamente (επίρ.)
lungarno (ουσ αρσ )
lunghezza (θηλ.ουσ)
lungi (επίρ.)
lungimirante (επίθ.)
lungimiranza (θηλ.ουσ)
lungo (ουσ αρσ )
lungo (επίθ.)
lungo (πρόθ.)
lungofiume (ουσ αρσ )
lungolago (ουσ αρσ )
lungomare (ουσ αρσ )
lungometraggio (ουσ αρσ )
lungotevere (ουσ αρσ )
lunotto (ουσ αρσ )
lunula (θηλ.ουσ)
luogo (ουσ αρσ )
luogotenente (ουσ αρσ )
luogotenenza (θηλ.ουσ)
lupa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---