Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlungimirànza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [lunʒimiˈrantsa] 1 διορατικότητα 2 προορατικότητα 3 ενόραση 4 οξυδέρκεια permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |