Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlungimirànte
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [,lunʤimiˈrante] 1 μακρόπνοος 2 προορατικός 3 διορατικός 4 φιλόδοξος 5 μεγαλεπήβολος 6 οξυδερκής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |