Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlungofiùme
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,lungoˈfjume] 1 ακροποταμιά 2 όχθη ποταμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |