Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


luògo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlwɔgo]

ο τόπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lunula luogotenente  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere luogo = λαβαίνω χώρα, λαμβάνω χώρα || luogo [αρσ.] comune = ο κοινός τόπος || luogo [αρσ.] pubblico = ο δημόσιος χώρος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lungomare (ουσ αρσ )
lungometraggio (ουσ αρσ )
lungotevere (ουσ αρσ )
lunotto (ουσ αρσ )
lunula (θηλ.ουσ)
luogo (ουσ αρσ )
luogotenente (ουσ αρσ )
luogotenenza (θηλ.ουσ)
lupa (θηλ.ουσ)
lupacchiotto (ουσ αρσ )
lupaia (θηλ.ουσ)
lupanare (ουσ αρσ )
lupara (θηλ.ουσ)
lupercale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lupercali (ουσ αρσ πληθ.)
lupesco (επίθ.)
lupetto (ουσ αρσ )
lupinaio (ουσ αρσ )
lupinella (θηλ.ουσ)
lupino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---