Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lupétto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [luˈpetto]

1 λυκόπουλο
2 προσκοπάκι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lupesco lupinaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lupanare (ουσ αρσ )
lupara (θηλ.ουσ)
lupercale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
lupercali (ουσ αρσ πληθ.)
lupesco (επίθ.)
lupetto (ουσ αρσ )
lupinaio (ουσ αρσ )
lupinella (θηλ.ουσ)
lupino (ουσ αρσ )
lupinosi (θηλ.ουσ)
lupo (ουσ αρσ )
luppoleto (ουσ αρσ )
luppolino (ουσ αρσ )
luppolizzare (ρ. μτβ.)
luppolizzazione (θηλ.ουσ)
luppolo (ουσ αρσ )
lupus (ουσ αρσ )
lurco (επίθ.)
luridezza (θηλ.ουσ)
lurido (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---