Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlùpo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlupo] ο λύκος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcane [αρσ.] lupo = το λυκόσκυλο || in bocca al lupo! = καλή επιτυχία! Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |