Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


luppolizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [luppoliddzatˈtsjone]

διαποτισμός με λυκίσκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  luppolizzare luppolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lupinosi (θηλ.ουσ)
lupo (ουσ αρσ )
luppoleto (ουσ αρσ )
luppolino (ουσ αρσ )
luppolizzare (ρ. μτβ.)
luppolizzazione (θηλ.ουσ)
luppolo (ουσ αρσ )
lupus (ουσ αρσ )
lurco (επίθ.)
luridezza (θηλ.ουσ)
lurido (επίθ.)
luridume (ουσ αρσ )
luscengola (θηλ.ουσ)
lusinga (θηλ.ουσ)
lusingamento (ουσ αρσ )
lusingare (ρ. μτβ.)
lusingarsi (ρ.μ. (αντων.))
lusingatore (ουσ αρσ )
lusingatore (επίθ.)
lusinghevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---