Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lusinghévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [luzinˈgevole]

1 παραπλανητικός
2 δελεαστικός
3 κολακευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lusingatore lusinghiero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lusingamento (ουσ αρσ )
lusingare (ρ. μτβ.)
lusingarsi (ρ.μ. (αντων.))
lusingatore (ουσ αρσ )
lusingatore (επίθ.)
lusinghevole (επίθ.)
lusinghiero (αρσ. επίθ και ουσ)
lusitano (αρσ. επίθ και ουσ)
lussare (ρ. μτβ.)
lussazione (θηλ.ουσ)
lussemburghese (ουσ αρσ και θηλ.)
lussemburghese (επίθ.)
Lussemburgo (ουσ αρσ )
lusso (ουσ αρσ )
lussuoso (επίθ.)
lussureggiante (επίθ.)
lussureggiare (ρ.αμτβ.)
lussuria (θηλ.ουσ)
lussurioso (αρσ. επίθ και ουσ)
lustrale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---