Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lussurióso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [lussuˈrjoso], [lussuˈrjozo]

1 λάγνος
2 φιλήδονος
3 έκφυλος
4 ακόλαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lussuria lustrale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lusso (ουσ αρσ )
lussuoso (επίθ.)
lussureggiante (επίθ.)
lussureggiare (ρ.αμτβ.)
lussuria (θηλ.ουσ)
lussurioso (αρσ. επίθ και ουσ)
lustrale (επίθ.)
lustrare (ρ. μτβ.)
lustrascarpe (ουσ αρσ και θηλ.)
lustrata (θηλ.ουσ)
lustratura (θηλ.ουσ)
lustrazione (θηλ.ουσ)
lustrino (ουσ αρσ )
lustro (ουσ αρσ )
lustro (επίθ.)
lutare (ρ. μτβ.)
lutatura (θηλ.ουσ)
luteina (θηλ.ουσ)
luteo (επίθ.)
luteranesimo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---