Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lùstro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈlustro]

1 διάκριση
2 εσωτερική λαμπρότητα
3 πενταετής περίοδος
4 μεγαλείο
5 αίγλη
6 γόητρο
7 διασημότητα
8 εξαγνισμός των Ρωμαίων κάθε 5 έτη
9 λαμπρότητα
10 ακτινοβολία
11 δόξα
12 λάμψη

lùstro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈlustro]

1 στιλπνός
2 λαμπερός
3 γυαλιστερός
4 τσίλικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lustrino lutare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lustrascarpe (ουσ αρσ και θηλ.)
lustrata (θηλ.ουσ)
lustratura (θηλ.ουσ)
lustrazione (θηλ.ουσ)
lustrino (ουσ αρσ )
lustro (ουσ αρσ )
lustro (επίθ.)
lutare (ρ. μτβ.)
lutatura (θηλ.ουσ)
luteina (θηλ.ουσ)
luteo (επίθ.)
luteranesimo (ουσ αρσ )
luteranismo (ουσ αρσ )
luterano (ουσ αρσ )
luterano (επίθ.)
lutezio (ουσ αρσ )
luto (ουσ αρσ )
lutreola (θηλ.ουσ)
lutto (ουσ αρσ )
luttuoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---