Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlùtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈlutto] το πένθος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere in lutto = πενθώ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |