Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόluteràno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [luteˈrano] οπαδός του λουθηρανισμού luteràno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [luteˈrano] ο του λουθηρανισμού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |