Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lùteo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈluteo]

1 ωχρινοειδής
2 πορτοκαλόχρωμος
3 κιτρινοπράσινος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  luteina luteranesimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lustro (ουσ αρσ )
lustro (επίθ.)
lutare (ρ. μτβ.)
lutatura (θηλ.ουσ)
luteina (θηλ.ουσ)
luteo (επίθ.)
luteranesimo (ουσ αρσ )
luteranismo (ουσ αρσ )
luterano (ουσ αρσ )
luterano (επίθ.)
lutezio (ουσ αρσ )
luto (ουσ αρσ )
lutreola (θηλ.ουσ)
lutto (ουσ αρσ )
luttuoso (επίθ.)
lutulento (επίθ.)
lux (ουσ αρσ )
ma (ουσ αρσ )
ma (σύνδ.)
ma (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---