Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


lussureggiànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [lussuredˈʤante]

1 πολυτελής
2 πλούσιος
3 εκλεκτός
4 άφθονος
5 περίτεχνος
6 πλουσιοπάροχος
7 ακριβός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  lussuoso lussureggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

lussemburghese (ουσ αρσ και θηλ.)
lussemburghese (επίθ.)
Lussemburgo (ουσ αρσ )
lusso (ουσ αρσ )
lussuoso (επίθ.)
lussureggiante (επίθ.)
lussureggiare (ρ.αμτβ.)
lussuria (θηλ.ουσ)
lussurioso (αρσ. επίθ και ουσ)
lustrale (επίθ.)
lustrare (ρ. μτβ.)
lustrascarpe (ουσ αρσ και θηλ.)
lustrata (θηλ.ουσ)
lustratura (θηλ.ουσ)
lustrazione (θηλ.ουσ)
lustrino (ουσ αρσ )
lustro (ουσ αρσ )
lustro (επίθ.)
lutare (ρ. μτβ.)
lutatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---