Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlupacchiòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [lupakˈkjɔtto] 1 νεαρός λύκος 2 λυκόπουλο 3 νεογνό του λύκου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |