Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόlunétta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [luˈnetta] 1 παράθυρο τρούλου 2 φεγγίτης 3 σταθερό υποστήριγμα (τόρνου) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |