ItalianoGreco


lunàuta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [luˈnawta]

1 επιβάτης διαστημοπλοίου που περιφέρεται γύρω από τη σελήνη
2 αστροναύτης στη σελήνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---