Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

insilàre (ρ. μτβ.) insoddisfàtto (επίθ.)
insilatrìce (θηλ.ουσ) insoddisfazióne (θηλ.ουσ)
insincerità (θηλ.ουσ) insofferènte (επίθ.)
insincèro (επίθ.) insofferènza (θηλ.ουσ)
insindacàbile (επίθ.) insoffrìbile (επίθ.)
insindacabilità (θηλ.ουσ) insolazióne (θηλ.ουσ)
insìno (επίρ.) insolènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
insinuànte (επίθ.) insolenteménte (επίρ.)
insinuàre (ρ. μτβ.) insolentìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
insinuarsi (ρ.μ. (αντων.)) insolènza (θηλ.ουσ)
insinuatóre (αρσ. επίθ και ουσ) insòlito (αρσ. επίθ και ουσ)
insinuazióne (θηλ.ουσ) insolùbile (επίθ.)
insipidézza (θηλ.ουσ) insolubilità (θηλ.ουσ)
insipidità (θηλ.ουσ) insolùto (επίθ.)
insìpido (επίθ.) insolvènte (επίθ.)
insipiènza (θηλ.ουσ) insolvènza (θηλ.ουσ)
insistènte (επίθ.) insolvìbile (επίθ.)
insistènza (θηλ.ουσ) insolvibilità (θηλ.ουσ)
insìstere (ρ.αμτβ.) insómma (επίρ.)
ìnsito (επίθ.) insommergìbile (επίθ.)
insociàbile (επίθ.) insondàbile (επίθ.)
insociàle (επίθ.) insònne (επίθ.)
insociévole (επίθ.) insònnia (θηλ.ουσ)
insocievolézza (θηλ.ουσ) insonnolìto (επίθ.)
insoddisfacènte (επίθ.) insonorizzàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: