Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

guerraiòlo (επίθ.) guìsa (θηλ.ουσ)
guerreggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) guìtto (αρσ. επίθ και ουσ)
guerreggiarsi (ρ.μ. (αντων.)) guizzàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
guerrésco (επίθ.) guìzzo (ουσ αρσ )
guerrièro (ουσ αρσ ) gùlag (ουσ αρσ )
guerrièro (επίθ.) gulasch (ουσ αρσ )
guerrìglia (θηλ.ουσ) gùru (ουσ αρσ )
guerriglièro (ουσ αρσ ) gùscio (ουσ αρσ )
gufàggine (θηλ.ουσ) gustàbile (επίθ.)
gufàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) gustàre (ρ.αμτβ.)
gùfo (ουσ αρσ ) gustàre (ρ. μτβ.)
gùglia (θηλ.ουσ) gustatìvo (επίθ.)
gugliàta (θηλ.ουσ) gustatóre (ουσ αρσ )
Guiàna (κύρ.όν. θηλ.) Gustàvo (κύρ.όν. αρσ.)
guìda (θηλ.ουσ) gustévole (επίθ.)
guidàbile (επίθ.) gùsto (ουσ αρσ )
guidafìlo (ουσ αρσ ) gustosaménte (επίρ.)
guidàre (ρ. μτβ.) gustosità (θηλ.ουσ)
guidatóre (ουσ αρσ ) gustóso (επίθ.)
guiderdóne (ουσ αρσ ) guttapèrca (θηλ.ουσ)
guidóne (ουσ αρσ ) guttazióne (θηλ.ουσ)
guidoslìtta (θηλ.ουσ) gutturàle (θηλ. επίθ και ουσ)
guidrigìldo (ουσ αρσ ) gutturalizzazióne (θηλ.ουσ)
guìndolo (ουσ αρσ ) hàbitat (ουσ αρσ )
guinzàglio (ουσ αρσ ) habitué (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: