Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

duellàre (ρ.αμτβ.) dùplex (αρσ. επίθ και ουσ)
duellìsta (ουσ αρσ και θηλ.) duplicàre (ρ. μτβ.)
duèllo (ουσ αρσ ) duplicàto (ουσ αρσ )
duemìla ( απόλ. αριθμ. επίθ.) duplicatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
duepèzzi (ουσ αρσ ) duplicazióne (θηλ.ουσ)
duétto (ουσ αρσ και θηλ.) dùplice (θηλ. επίθ και ουσ)
dùglia (θηλ.ουσ) duplicità (θηλ.ουσ)
dugòngo (ουσ αρσ ) duràbile (επίθ.)
dulcamàra (ουσ αρσ ) durabilità (θηλ.ουσ)
dulcamàra (θηλ.ουσ) duràcino, duracìno (επίθ.)
dulcinèa (θηλ.ουσ) durallumìnio (ουσ αρσ )
dulìa (θηλ.ουσ) duramàdre (θηλ.ουσ)
dumdùm (αρσ. επίθ και ουσ) duràme (ουσ αρσ )
dùna (θηλ.ουσ) duraménte (επίρ.)
dùnque (σύνδ.) durànte (πρόθ.)
dùo (ουσ αρσ ) duràre (ρ.αμτβ.)
duodècima (θηλ.ουσ) duràta (θηλ.ουσ)
duodecimàle (επίθ.) duratìvo (αρσ. επίθ και ουσ)
duodècimo (τακτ. αριθμ. επίθ.) duratùro (επίθ.)
duodenàle (επίθ.) durévole (επίθ.)
duodenìte (θηλ.ουσ) durevolézza (θηλ.ουσ)
duodèno (ουσ αρσ ) durézza (θηλ.ουσ)
duòlo (ουσ αρσ ) durlindàna (θηλ.ουσ)
duòmo (ουσ αρσ ) dùro (ουσ αρσ )
duopòlio (ουσ αρσ ) dùro (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: