Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

divisòrio (επίθ.) dizióne (θηλ.ουσ)
divìstico (επίθ.) (ουσ αρσ )
dìvo (ουσ αρσ ) dòbermann (ουσ αρσ )
dìvo (επίθ.) doblóne (ουσ αρσ )
divoràre (ρ. μτβ.) DOC (ακρ.)
divorarsi (ρ.μ. (αντων.)) dóccia, dòccia (θηλ.ουσ)
divoratóre (ουσ αρσ ) doccióne (ουσ αρσ )
divoratóre (επίθ.) docènte (ουσ αρσ και θηλ.)
divorziàre (ρ.αμτβ.) docènte (επίθ.)
divorziàta (θηλ.ουσ) docènza (θηλ.ουσ)
divorziàto (ουσ αρσ ) dòcile (επίθ.)
divorziàto (επίθ.) docilità (θηλ.ουσ)
divòrzio (ουσ αρσ ) docilménte (επίρ.)
divorzismo (ουσ αρσ ) docimologìa (θηλ.ουσ)
divorzìsta (ουσ αρσ και θηλ.) documentàbile (επίθ.)
divorzìsta (επίθ.) documentàle (επίθ.)
divorzìstico (επίθ.) documentàre (ρ. μτβ.)
divulgàre (ρ. μτβ.) documentarsi (ρ.μ. (αντων.))
divulgarsi (ρ.μ. (αντων.)) documentàrio (ουσ αρσ )
divulgatìvo (επίθ.) documentàrio (επίθ.)
divulgatóre (αρσ. επίθ και ουσ) documentarìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
divulgazióne (θηλ.ουσ) documentarìstico (επίθ.)
divulsióne (θηλ.ουσ) documentàto (επίθ.)
dizionàrio (ουσ αρσ ) documentatóre (ουσ αρσ )
dizionarìsta (ουσ αρσ και θηλ.) documentazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: