Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

càncro (ουσ αρσ ) càne (ουσ αρσ )
candeggiànte (αρσ. επίθ και ουσ) canèa (θηλ.ουσ)
candeggiàre (ρ. μτβ.) canèfora (θηλ.ουσ)
candeggiatóre (ουσ αρσ ) canèstra (θηλ.ουσ)
candeggìna (θηλ.ουσ) canestràio (ουσ αρσ )
candéggio (ουσ αρσ ) canestràta (θηλ.ουσ)
candéla (θηλ.ουσ) canèstro (ουσ αρσ )
candelàbro (ουσ αρσ ) cànfora (θηλ.ουσ)
candelàggio (ουσ αρσ ) canforàto (επίθ.)
candelàio (ουσ αρσ ) cànforo (ουσ αρσ )
candelétta (θηλ.ουσ) cangiànte (αρσ. επίθ και ουσ)
candelière (ουσ αρσ ) cangiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
candelòtto (ουσ αρσ ) cangùro (ουσ αρσ )
Càndia (κύρ.όν. θηλ.) canìcola (θηλ.ουσ)
candidaménte (επίρ.) canicolàre (επίθ.)
candidàto (αρσ. επίθ και ουσ) canìle (αρσ. επίθ και ουσ)
candidatùra (θηλ.ουσ) canìno (ουσ αρσ )
candidézza (θηλ.ουσ) canìno (επίθ.)
càndido (επίθ.) canìzie (θηλ.ουσ)
candìre (ρ. μτβ.) canìzza (θηλ.ουσ)
candìto (ουσ αρσ ) cànna (θηλ.ουσ)
candìto (επίθ.) cannabìsmo (ουσ αρσ )
canditóre (ουσ αρσ ) cannèlla (θηλ.ουσ)
canditùra (θηλ.ουσ) cannèllo (ουσ αρσ )
candóre (ουσ αρσ ) cannellóni (ουσ αρσ πληθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: