Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bracconàggio (ουσ αρσ ) bramìto (αρσ. επίθ και ουσ)
bracconière (ουσ αρσ ) bramosìa (θηλ.ουσ)
bràce (θηλ.ουσ) bramóso (επίθ.)
brachétta (θηλ.ουσ) brànca (θηλ.ουσ)
brachialgìa (θηλ.ουσ) brancàta (θηλ.ουσ)
brachicardìa (θηλ.ουσ) brànchia (θηλ.ουσ)
brachicefalìa (θηλ.ουσ) branchiàle (επίθ.)
brachicèfalo (ουσ αρσ ) branchiàto (ουσ αρσ )
brachicèfalo (επίθ.) brancicàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
brachilogìa (θηλ.ουσ) brànco (ουσ αρσ )
bracière (ουσ αρσ ) brancolaménto (ουσ αρσ )
braciòla (θηλ.ουσ) brancolàre (ρ.αμτβ.)
bracòtto (ουσ αρσ ) brancolóni (επίρ.)
bradicardìa (θηλ.ουσ) brànda (θηλ.ουσ)
bradilalìa (θηλ.ουσ) brandeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bràdo (επίθ.) brandéggio (ουσ αρσ )
bràga (θηλ.ουσ) brandèllo (ουσ αρσ )
bràgo (ουσ αρσ ) brandìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bragòzzo (ουσ αρσ ) bràndo (ουσ αρσ )
bràma (θηλ.ουσ) brandy (ουσ αρσ )
bramanésimo (ουσ αρσ ) bràno (ουσ αρσ )
bramàno (ουσ αρσ ) branzìno (ουσ αρσ )
bramàre (ρ. μτβ.) brasàre (ρ. μτβ.)
bramìno (ουσ αρσ ) brasàto (αρσ. επίθ και ουσ)
bramìre (ρ.αμτβ.) brasatùra (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: