Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bómba (θηλ.ουσ) bonàrio (επίθ.)
bombàggio (ουσ αρσ ) bonbon (ουσ αρσ )
bombàrda (θηλ.ουσ) bonderizzàre (ρ. μτβ.)
bombardaménto (ουσ αρσ ) bonderizzazióne (θηλ.ουσ)
bombardàre (ρ. μτβ.) bongiórno (επιφ.)
bombardière (ουσ αρσ ) bonìfica (θηλ.ουσ)
bombardìno (ουσ αρσ ) bonificàbile (επίθ.)
bombardóne (ουσ αρσ ) bonificaménto (ουσ αρσ )
bombàre (ρ. μτβ.) bonificàre (ρ. μτβ.)
bombatùra (θηλ.ουσ) bonificatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
bombé (επίθ.) bonificazióne (θηλ.ουσ)
bombétta (θηλ.ουσ) bonìfico (ουσ αρσ )
bómbice (ουσ αρσ ) bonomìa (θηλ.ουσ)
bómbo (ουσ αρσ ) bonsai (ουσ αρσ )
bómbola (θηλ.ουσ) bontà (θηλ.ουσ)
bombolétta (θηλ.ουσ) bontempóne (αρσ. επίθ και ουσ)
bómbolo (ουσ αρσ ) bónzo (ουσ αρσ )
bombolóne (ουσ αρσ ) bòra (θηλ.ουσ)
bombonièra (θηλ.ουσ) boràce (ουσ αρσ )
bomprèsso (ουσ αρσ ) boràto (ουσ αρσ )
bonàccia (θηλ.ουσ) borbogliàre (ρ.αμτβ.)
bonàccio (επίθ.) borboglìo (ουσ αρσ )
bonaccióne (αρσ. επίθ και ουσ) borbottaménto (ουσ αρσ )
bonamàno (θηλ.ουσ) borbottàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
bonarietà (θηλ.ουσ) borbottìo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: