ItalianoGreco


bonìfica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [boˈnifika]

1 καθαρισμός από νάρκες
2 ανάκτηση ηθικού
3 ανάκτηση (εδάφους)
4 αποξήρανση (λίμνης) για απόδοση σε καλλιέργειες


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---