bonàrio
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [boˈnarjo]
1 ευθύς
2 ειλικρινής
3 απροσποίητος
4 καλοκάγαθος
5 αγαθός
6 καλόπιστος
7 καλόκαρδος
8 απλός
9 πράος
10 καλόβολος
11 καλοσυνάτος
12 ήπιος
13 ανεπιτήδευτος
14 άδολος
15 ευγενικός
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [boˈnarjo]
1 ευθύς
2 ειλικρινής
3 απροσποίητος
4 καλοκάγαθος
5 αγαθός
6 καλόπιστος
7 καλόκαρδος
8 απλός
9 πράος
10 καλόβολος
11 καλοσυνάτος
12 ήπιος
13 ανεπιτήδευτος
14 άδολος
15 ευγενικός
permalink
bonario (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android