Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbonificàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [bonifiˈkare] 1 χορηγώ 2 βελτιώνω 3 καλυτερεύω 4 ανακτώ 5 καθαρίζω εδάφη από νάρκες 6 παρέχω πίστωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |