Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bonbon  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bonˈbɔn]

1 καραμέλα
2 κουφέτο
3 ζαχαρωτό
4 γλειφιτζούρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bonario bonderizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bonaccio (επίθ.)
bonaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
bonamano (θηλ.ουσ)
bonarietà (θηλ.ουσ)
bonario (επίθ.)
bonbon (ουσ αρσ )
bonderizzare (ρ. μτβ.)
bonderizzazione (θηλ.ουσ)
bongiorno (επιφ.)
bonifica (θηλ.ουσ)
bonificabile (επίθ.)
bonificamento (ουσ αρσ )
bonificare (ρ. μτβ.)
bonificatore (αρσ. επίθ και ουσ)
bonificazione (θηλ.ουσ)
bonifico (ουσ αρσ )
bonomia (θηλ.ουσ)
bonsai (ουσ αρσ )
bontà (θηλ.ουσ)
bontempone (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---