ItalianoGreco


bonaccióne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [bonatˈʧone]

1 ήπιος
2 καλόβολος άνθρωπος
3 πράος
4 καλοσυνάτος
5 καλόβολος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---