Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόbomprèsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [bomˈprɛsso] 1 πρόβολος 2 δοκάρι πλώρης που εξέχει μπροστά 3 πλωριό καμπούνι 4 μποπρέσο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |