Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bomprèsso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bomˈprɛsso]

1 πρόβολος
2 δοκάρι πλώρης που εξέχει μπροστά
3 πλωριό καμπούνι
4 μποπρέσο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bomboniera bonaccia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bombola (θηλ.ουσ)
bomboletta (θηλ.ουσ)
bombolo (ουσ αρσ )
bombolone (ουσ αρσ )
bomboniera (θηλ.ουσ)
bompresso (ουσ αρσ )
bonaccia (θηλ.ουσ)
bonaccio (επίθ.)
bonaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
bonamano (θηλ.ουσ)
bonarietà (θηλ.ουσ)
bonario (επίθ.)
bonbon (ουσ αρσ )
bonderizzare (ρ. μτβ.)
bonderizzazione (θηλ.ουσ)
bongiorno (επιφ.)
bonifica (θηλ.ουσ)
bonificabile (επίθ.)
bonificamento (ουσ αρσ )
bonificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---