Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


bombolétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [bomboˈletta]

φιάλη αεροζόλ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  bombola bombolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

bombé (επίθ.)
bombetta (θηλ.ουσ)
bombice (ουσ αρσ )
bombo (ουσ αρσ )
bombola (θηλ.ουσ)
bomboletta (θηλ.ουσ)
bombolo (ουσ αρσ )
bombolone (ουσ αρσ )
bomboniera (θηλ.ουσ)
bompresso (ουσ αρσ )
bonaccia (θηλ.ουσ)
bonaccio (επίθ.)
bonaccione (αρσ. επίθ και ουσ)
bonamano (θηλ.ουσ)
bonarietà (θηλ.ουσ)
bonario (επίθ.)
bonbon (ουσ αρσ )
bonderizzare (ρ. μτβ.)
bonderizzazione (θηλ.ουσ)
bongiorno (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---