Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdigressióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [digresˈsjone] 1 παρέκβαση 2 βγάλσιμο από το θέμα 3 παράκαμψη 4 παρακαμπτήρια οδός 5 λοξοδρόμηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |