Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


digrossàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [digrosˈsare]

1 διδάσκω βασικές γνώσεις
2 διδάσκω εισαγωγικές γνώσεις
3 ραφινάρω
4 εκλεπτύνω
5 λεπταίνω
6 μειώνω
7 αφαιρώ τραχεία επιφάνεια
8 διδάσκω στοιχειώδεις γνώσεις
9 λαξεύω

digrossarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [digrosˈsarsi]

εξευγενίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  digrossamento diguazzamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digressione (θηλ.ουσ)
digressivo (επίθ.)
digrignamento (ουσ αρσ )
digrignare (ρ. μτβ.)
digrossamento (ουσ αρσ )
digrossare (ρ. μτβ.)
digrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
diguazzamento (ουσ αρσ )
diguazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diktat (ουσ αρσ )
dilacerare (ρ. μτβ.)
dilacerazione (θηλ.ουσ)
dilagante (επίθ.)
dilagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilaniare (ρ. μτβ.)
dilaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilapidatore (ουσ αρσ )
dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)
dilatabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---