Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilapidatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dilapidaˈtore]

1 διασπαθιστής
2 σπάταλος άνθρωπος

dilapidatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dilapidaˈtore]

1 ασωτεύω
2 χαλώ άσκοπα
3 σπαταλώ
4 διασπαθίζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilaniarsi dilapidazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilacerazione (θηλ.ουσ)
dilagante (επίθ.)
dilagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilaniare (ρ. μτβ.)
dilaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilapidatore (ουσ αρσ )
dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)
dilatabile (επίθ.)
dilatabilità (θηλ.ουσ)
dilatamento (ουσ αρσ )
dilatare (ρ. μτβ.)
dilatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dilatatore (ουσ αρσ )
dilatatore (επίθ.)
dilatatorio (επίθ.)
dilatazione (θηλ.ουσ)
dilatometria (θηλ.ουσ)
dilatometro (ουσ αρσ )
dilatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---