Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilacerazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [dilaʧeratˈtsjone]

1 κουρέλιασμα
2 ξέσκισμα
3 κομμάτιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilacerare dilagante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
diguazzamento (ουσ αρσ )
diguazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diktat (ουσ αρσ )
dilacerare (ρ. μτβ.)
dilacerazione (θηλ.ουσ)
dilagante (επίθ.)
dilagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilaniare (ρ. μτβ.)
dilaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilapidatore (ουσ αρσ )
dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)
dilatabile (επίθ.)
dilatabilità (θηλ.ουσ)
dilatamento (ουσ αρσ )
dilatare (ρ. μτβ.)
dilatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dilatatore (ουσ αρσ )
dilatatore (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---