Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diktat  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈdiktat]

διάταγμα ή εντολή ή πολιτική της κυβέρνησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  diguazzare dilacerare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

digrossamento (ουσ αρσ )
digrossare (ρ. μτβ.)
digrossarsi (ρ.μ. (αντων.))
diguazzamento (ουσ αρσ )
diguazzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
diktat (ουσ αρσ )
dilacerare (ρ. μτβ.)
dilacerazione (θηλ.ουσ)
dilagante (επίθ.)
dilagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilaniare (ρ. μτβ.)
dilaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilapidatore (ουσ αρσ )
dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)
dilatabile (επίθ.)
dilatabilità (θηλ.ουσ)
dilatamento (ουσ αρσ )
dilatare (ρ. μτβ.)
dilatarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---