Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiguazzaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [digwaddzaˈmento] 1 ήχος ρουφήγματος 2 αναταραχή 3 κύλισμα (στη λάσπη) 4 κτύπημα 5 ανακάτωμα 6 παφλασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |