dilaniàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [dilaˈnjare]
1 κατασπαράζω
2 κατακομματιάζω
3 θρυμματίζω
4 σπαράζω
5 ξεσκίζω
6 κατακουρελιάζω
7 σχίζω
8 κουρελιάζω
9 πετσοκόβω
dilaniarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [dilaˈnjarsi]
1 πετσοκόβομαι
2 σπαράζομαι
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [dilaˈnjare]
1 κατασπαράζω
2 κατακομματιάζω
3 θρυμματίζω
4 σπαράζω
5 ξεσκίζω
6 κατακουρελιάζω
7 σχίζω
8 κουρελιάζω
9 πετσοκόβω
dilaniarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [dilaˈnjarsi]
1 πετσοκόβομαι
2 σπαράζομαι
permalink
dilaniare (ρ. μτβ.)
dilaniarsi (ρ.μ. (αντων.))

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android