Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilaniàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dilaˈnjare]

1 κατασπαράζω
2 κατακομματιάζω
3 θρυμματίζω
4 σπαράζω
5 ξεσκίζω
6 κατακουρελιάζω
7 σχίζω
8 κουρελιάζω
9 πετσοκόβω

dilaniarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dilaˈnjarsi]

1 πετσοκόβομαι
2 σπαράζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilagare dilapidatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diktat (ουσ αρσ )
dilacerare (ρ. μτβ.)
dilacerazione (θηλ.ουσ)
dilagante (επίθ.)
dilagare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilaniare (ρ. μτβ.)
dilaniarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilapidatore (ουσ αρσ )
dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)
dilatabile (επίθ.)
dilatabilità (θηλ.ουσ)
dilatamento (ουσ αρσ )
dilatare (ρ. μτβ.)
dilatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dilatatore (ουσ αρσ )
dilatatore (επίθ.)
dilatatorio (επίθ.)
dilatazione (θηλ.ουσ)
dilatometria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---