Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilatàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dilaˈtare]

1 διαχωρίζω
2 διανοίγω
3 πλαταίνω
4 ευρύνω
5 επεκτείνω
6 διευρύνω
7 απλώνω
8 διαστέλλω
9 εκτείνω

dilatàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dilaˈtarsi]

1 επεκτείνομαι
2 απλώνομαι
3 ανοίγομαι
4 διευρύνομαι
5 ογκούμαι
6 φουσκώνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilatamento dilatatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)
dilatabile (επίθ.)
dilatabilità (θηλ.ουσ)
dilatamento (ουσ αρσ )
dilatare (ρ. μτβ.)
dilatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dilatatore (ουσ αρσ )
dilatatore (επίθ.)
dilatatorio (επίθ.)
dilatazione (θηλ.ουσ)
dilatometria (θηλ.ουσ)
dilatometro (ουσ αρσ )
dilatorio (επίθ.)
dilavamento (ουσ αρσ )
dilavare (ρ. μτβ.)
dilazionabile (επίθ.)
dilazionare (ρ. μτβ.)
dilazionato (επίθ.)
dilazionatorio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---