ItalianoGreco


dilazionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dilattsjoˈnare]

1 αναστέλλω
2 μεταθέτω το χρόνο ενέργειας ή απόφασης
3 καθυστερώ
4 εκτείνω
5 αναβάλλω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---