Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilazionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [dilattsjoˈnare]

1 αναστέλλω
2 μεταθέτω το χρόνο ενέργειας ή απόφασης
3 καθυστερώ
4 εκτείνω
5 αναβάλλω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilazionabile dilazionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilatometro (ουσ αρσ )
dilatorio (επίθ.)
dilavamento (ουσ αρσ )
dilavare (ρ. μτβ.)
dilazionabile (επίθ.)
dilazionare (ρ. μτβ.)
dilazionato (επίθ.)
dilazionatorio (επίθ.)
dilazione (θηλ.ουσ)
dileggiamento (ουσ αρσ )
dileggiare (ρ. μτβ.)
dileggiatore (ουσ αρσ )
dileggiatore (επίθ.)
dileggio (ουσ αρσ )
dileguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dileguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilemma (ουσ αρσ )
dilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
dilettante (επίθ.)
dilettantesco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---