Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dileggiàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diledˈʤare]

1 περιπαίζω
2 διαπομπεύω
3 λοιδορώ
4 περιγελώ
5 χλευάζω
6 εμπαίζω
7 αναγελώ
8 κοροὶδεύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dileggiamento dileggiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilazionare (ρ. μτβ.)
dilazionato (επίθ.)
dilazionatorio (επίθ.)
dilazione (θηλ.ουσ)
dileggiamento (ουσ αρσ )
dileggiare (ρ. μτβ.)
dileggiatore (ουσ αρσ )
dileggiatore (επίθ.)
dileggio (ουσ αρσ )
dileguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dileguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilemma (ουσ αρσ )
dilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
dilettante (επίθ.)
dilettantesco (επίθ.)
dilettantismo (ουσ αρσ )
dilettantistico (επίθ.)
dilettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilettarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilettevole (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---