Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dileggiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diledʤaˈtore]

1 γελαστής
2 μυκτηριστής
3 μώμος
4 χλευαστής
5 προπηλακιστής
6 σαρκαστής

dileggiatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diledʤaˈtore]

1 σαρκαστικός
2 χλευαστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dileggiare dileggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilazionato (επίθ.)
dilazionatorio (επίθ.)
dilazione (θηλ.ουσ)
dileggiamento (ουσ αρσ )
dileggiare (ρ. μτβ.)
dileggiatore (ουσ αρσ )
dileggiatore (επίθ.)
dileggio (ουσ αρσ )
dileguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dileguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilemma (ουσ αρσ )
dilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
dilettante (επίθ.)
dilettantesco (επίθ.)
dilettantismo (ουσ αρσ )
dilettantistico (επίθ.)
dilettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilettarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilettevole (ουσ αρσ )
dilettevole (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---