Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilazionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [dilattsjoˈnato]

1 παραταθείς (όχι άμεσα πληρωτέος)
2 αναβληθείς
3 δεχόμενος πρόστιμο καθυστέρησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilazionare dilazionatorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilatorio (επίθ.)
dilavamento (ουσ αρσ )
dilavare (ρ. μτβ.)
dilazionabile (επίθ.)
dilazionare (ρ. μτβ.)
dilazionato (επίθ.)
dilazionatorio (επίθ.)
dilazione (θηλ.ουσ)
dileggiamento (ουσ αρσ )
dileggiare (ρ. μτβ.)
dileggiatore (ουσ αρσ )
dileggiatore (επίθ.)
dileggio (ουσ αρσ )
dileguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dileguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilemma (ουσ αρσ )
dilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
dilettante (επίθ.)
dilettantesco (επίθ.)
dilettantismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---