Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilettànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diletˈtante]

ο ερασιτέχνης, η ερασιτέχνισσα

dilettànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diletˈtante]

ερασιτεχνικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilemma dilettantesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dileggiatore (επίθ.)
dileggio (ουσ αρσ )
dileguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dileguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilemma (ουσ αρσ )
dilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
dilettante (επίθ.)
dilettantesco (επίθ.)
dilettantismo (ουσ αρσ )
dilettantistico (επίθ.)
dilettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilettarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilettevole (ουσ αρσ )
dilettevole (επίθ.)
dilettevolmente (επίρ.)
diletto (ουσ αρσ )
diletto (επίθ.)
dilettoso (επίθ.)
diligente (επίθ.)
diligentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---