Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dileguàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [dileˈgware]

1 διαλύω
2 διασκορπίζω
3 διαχέω
4 διασκορπίζομαι
5 εξαφανίζομαι μακριά
6 εκλείπω
7 εξαφανίζομαι

dileguarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [dileˈgwarsi]

1 χάνομαι
2 εξαφανίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dileggio dilemma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dileggiamento (ουσ αρσ )
dileggiare (ρ. μτβ.)
dileggiatore (ουσ αρσ )
dileggiatore (επίθ.)
dileggio (ουσ αρσ )
dileguare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dileguarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilemma (ουσ αρσ )
dilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
dilettante (επίθ.)
dilettantesco (επίθ.)
dilettantismo (ουσ αρσ )
dilettantistico (επίθ.)
dilettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
dilettarsi (ρ.μ. (αντων.))
dilettevole (ουσ αρσ )
dilettevole (επίθ.)
dilettevolmente (επίρ.)
diletto (ουσ αρσ )
diletto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---