Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dilataménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [dilataˈmento]

διαστολή (χρησιμοποίησε καλύτερα το dilatazione)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dilatabilità dilatare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dilapidatore (ουσ αρσ )
dilapidatore (επίθ.)
dilapidazione (θηλ.ουσ)
dilatabile (επίθ.)
dilatabilità (θηλ.ουσ)
dilatamento (ουσ αρσ )
dilatare (ρ. μτβ.)
dilatarsi (ρ. μ. αμτβ.)
dilatatore (ουσ αρσ )
dilatatore (επίθ.)
dilatatorio (επίθ.)
dilatazione (θηλ.ουσ)
dilatometria (θηλ.ουσ)
dilatometro (ουσ αρσ )
dilatorio (επίθ.)
dilavamento (ουσ αρσ )
dilavare (ρ. μτβ.)
dilazionabile (επίθ.)
dilazionare (ρ. μτβ.)
dilazionato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---