Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdilaceràre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [dilaʧeˈrare] 1 ξεσκίζω 2 καταρρακώνω 3 κατακουρελιάζω 4 ξεσχίζω 5 κουρελιάζω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |