Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόdiguazzàre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [digwadˈdzare] 1 πιτσιλίζω 2 κυλιέμαι 3 ανακατεύω (υγρό) 4 ταράζω (υγρό) 5 πέφτω με παφλασμό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |